ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ ..ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΓΕΝΕΣΗ

ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ…..ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΓΕΝΕΣΗ

Είδα ένα υπέρλαμπρο Φως, στην πρότυπη μορφή του,
να περιβάλλει με αγάπη το αυγό του κόσμου.
Μετά είδα το φωτεινό λόγο να κατεβαίνει στο χώρο
μεταβάλλοντας τη λαμπρή δύναμη μέσα από μια γιγάντια σπείρα
στην οποία βίδωνε το φως του.

Η κατάβαση ήταν βαθιά, αιώνια και τα χιλιάδες σκαλοπάτια του λόγου,
όπως ο χαλκός, μετάλλαζαν το φως.
Πέρασαν εκατό ημέρες και φθάσαμε στη μύτη του βυθού.
Εκεί από ένα στενό πέρασμα το φως άλλαζε μορφή
και η νύχτα η Ερεβενή κατέτρωγε τα γεννημένα αίτια του κόσμου.

Και ο λαιμός κατηφόριζε πιο βαθιά και στένευε
πιότερο από πριν στου χώρου τα πιασίματα.
Εκεί που αρχίζει ο χρόνος τα πρώτα στροβιλίσματα,
εκεί ακριβώς στα άκρα της ψυχής,
ένας κόσμος νερουλός, θνητός και απατηλός
κρεμόταν από της Στύγας τις κολόνες.

Μια υγραμένη σκοτεινιά, στυγνή και παγερή
απέκρυβε το πρώτο φως και χώριζε τη Γένεση στα δύο.
Από πάνω ο Αιώνας, ο σταθερός και κάτω ο χρόνος, ο μεταβλητός,
ο πρώτος του Νου, ο δεύτερος του σώματος.

Και ο χώρος από εδώ ανάποδα υψωνόταν,
στην πιο λαμπρή κορφή του Ολύμπου,
τη δοξασμένη του Δία την κατοικία.
Εδώ στην σκοτεινιά και στο Μηδένισμα του χρόνου,
πάνω στο Κάπα των δύο ουρανών,
στο κέντρο και στα άκρα του Σύμπαντος,
ο Τρίποδας στεριώνει τη φαντασία και φανερώνει το Θεό αναγεννημένο.

Από τούτη τη μαύρη μήτρα μια αόρατη και τρανή δύναμη
μας πέταξε γυμνούς από τον πάτο του πρώτου ουρανού
στην κορυφή του δεύτερου και αμέσως νιώσαμε τη γεννημένη αύρα του νέου κόσμου.
Η χαρά μας τριπλά ζωγραφισμένη παγιδεύτηκε στης ζωής τα σχήματα
πούνε εικόνες μόνο του αληθινού.
Εικόνες που αμυδρά τώρα άρχισαν να φαίνονται στο κέντρο του ουρανού.

Μα μόλις περάσαμε από της Στύγας τον κλοιό,
τον πιο μεγάλο όρκο του κάτω κόσμου,
ένιωσα το βάρος μου ν`αυγαταίνει
και το στιβαρό χέρι του Ηρακλή να με τραβάει με δύναμη.
Και όσο κατέβαινα γινόμουν πιο βαρύς και ο αέρας πιο σκληρός.

Δεν άργησε να φανεί ο πρώτος ανεμοστρόβιλος
που από μέσα του έβγαζε χρωματιστές φωτιές
και λαμποκόπαγαν, ψηλά, τα μάτια της πανέμορφης Ίριδας,
από το γεννημένο φως του κόσμου.

Και μέσα στις λαμπρές φωτιές
έπιασα το πρώτο μου σώμα να σηκώνεται στη δική του γένεση.
Μακάριο και αγνό, πιασμένο στο δίχτυ της ψυχής
έλαμπε και αυτό από το πολύ φως πούχε ανακατέψει με την υγρή του φύση.

Σε τούτο το κοσμικό εργαστήρι παράγεται το πολυώνυμο ύδωρ, το ψυχρό,
που μέσα του κρατάει τη φωτιά, στου Έρωτα τα οικοδομήματα.

συνέχεια στη 2η σελίδα
flox

Σελίδα 2η

Εδώ και των ψυχών η γένεση και αναγέννηση
και του Όρκου η όλη τέχνη.
Και το Ήλεκτρο τις λαμπρές του Θαύμαντα τις μοίρες ντύνει
και με πλαστές εικόνες τις αισθήσεις ξεγελάει,
αστραφτερά Νερολούλουδα,  του κόσμου η φαντασίωση.

Μακρύ και δύσκολο ταξίδι, αλήθεια, είναι του κόσμου η ματιά
και από εδώ επάνω πρώτα ορθώνεται ο βαθυδίνης ωκεανός
με τα πολλά τα κύματα, τους ποταμούς και τις πηγές όλου του κόσμου.

Κοντά του ο Θόλος του ουρανού,
σφιχτός και σκληρός, το τσόφλι του αυγού,
φωλιάζει τη δεύτερη γένεση
και την ανεβάζει από τις θολές και απόμακρες Εσπερίδες,
πούνε το μέλλον του κόσμου,
στην κατάλευκη κορυφή του Ολύμπου
και από το βαθύτερο κύμα του ατέλειωτου ωκεανού
στον κλειστό τον Πόντο και στις αλμυρές τις όχθες του Ελικώνα.

Και από τη μια άκρη μέχρι την άλλη, από το ύψος στο βάθος,
από το τσόφλι στον κροκό,
στα νερά του Σύμπαντος
ο Ποσειδώνας τριλογίζει τη Δημιουργία,
τη συγκεντρώνει με αγάπη και τη δοξάζει με διηγήματα και μύθους
και ιστορίες που αιώνια τρέφονται από το κοντάρι του αγαθού.

Τούτος ο φοβερός θεός κοσκινίζει τα γεννήματα,
τα πιάνει και τα δένει στις πύρινες φυλακές του Έρωτα,
και μιλάει μ`αινίγματα στους ανθρώπους
προκαλώντας τον ίμερο για το κυνήγι του δρόμου των νερών.

Από τον ωκεανό τα ποτάμια χύνονται στον Πόντο
όπου ένα κρατερό δαχτυλίδι καθησυχάζει τα νερά στη θεϊκή παλάμη.
Και από τη Δωρίδα κατεβαίνει ο μέγας ποταμός του Πόντου
απ`όπου πηγάζουν οι Νύμφες του κόσμου,
οι πρώτες αισθητές μορφές, τα πρώτα συμπυκνώματα της ύλης.

Τα Γαλακτώματα μετά πλευρίζουν τον Ελικώνα
και θρέφουν τις νέες μοίρες ντύνοντας την ερωτική τους ανάγκη.
Οι Μοίρες είναι αυτοάτομα του Νου
που περιστρέφονται γύρω από τον άξονα τους
και φέρνουν το χρόνο στα εσωτερικά τους πεπρωμένα.
Και ο Χρόνος αλλάζει τις μορφές των μοιρών,
τις σφίγγει και τις δένει ανδρώνοντας τη Γένεση.

Στο τέλος, μετά από πολλές και ανιστόρητες περιπέτειες
διαπερνώντας τον ωκεανό από τις πηγές και από ποτάμι σε ποτάμι,
τα απέραντα κύματα μας πέταξαν στον σκληρό τον Πόντο.
Εκεί αφού νιώσαμε της Ίριδας το κάψιμο και τα κόκαλα μας σκλήρυναν,
η ψυχή άρχισε να ντύνεται με τα δυναμικά της Τρίγωνα.

Τώρα πια προχωράγαμε στο δρόμο της ζωής
πιασμένοι στο κουβάρι του Αιθέρα.
Η φωτιά ανακατεμένη με την αρχική εκείνη υγρή φύση
σιγά – σιγά έσβηνε στο κτίσιμο
και νέα σχήματα γεννιόντουσαν, αέρινα, υγρά και γήινα.

Και όλα ήσαν ανακατεμένα στις νύμφες του κάτω κόσμου.
Το σώμα μου τώρα γινόταν περισσότερο βαρύ και η ψυχή μου
φανέρωσε το πνευματικό της φόρεμα, υλικό και αραιό.

Συνέχεια στη 3η σελίδα
flox

Σελίδα 3η

Από εκείνα τα ήρεμα και χαμηλά ποτάμια
κατεβήκαμε στην παραλία του Βυθού,
στον πάτο της θάλασσας, στο βασικό ποτάμι του Νηρέα,
στο πιο αλμυρό κύμα του ουρανού.
Δίπλα στον Όλυμπο και από τη μεριά της γης
φαίνεται τις νύχτες να δροσίζει τον Ελικώνα
και ανεβάζει τα όνειρα των ανθρώπων
στις κοντινές μελλοντικές τους κατοικίες.

Εδώ στο βυθό του Σύμπαντος το κουβάρι του αιθέρα
ξετυλίγει τους πρώτους  κόμπους
στις μοίρες τις καλότυχες
και η ψυχή καλοντυμένη περιμένει
να έρθει η σειρά της για τη χρυσή της λάμψη.

Από εδώ και κάτω η φαντασία θριαμβεύει
και τα όνειρα της νύχτας γίνονται της ημέρας τα στολίδια.
Από εδώ ο Δίας υψώνεται προς τα πάνω
στο τριώροφο παλάτι της αστραφτερής Σβούρας
πούνε κάτω από όλα τα κύματα και  τη σκέπη του ουρανού.

Κάτω στον Άδη, στο τέρμα του ουρανού,
η ακτίνα του Δημιουργού τα πρότυπα ζωγραφίζει
πάνω σ`ένα πίνακα που αιώνια ανυψώνεται.

Και αυτό είναι το μέγα θαύμα του θεού και το Ιερό Μυστήριο,
μια Φωτεινή Γραφή π`αρχίζει από τα φανάρια τα λαμπρά
και με το λόγο μεσ`τη νύχτα γράφει την άπειρη χαρά.

Ω χαρά ανείπωτη, του κόσμου τριπλή μορφή, πως φέγγεις!
πως ζωντανεύεις στις παραισθήσεις!
και πως  δοξάζεσαι στο μακρινό ταξίδι σου!

Γοργά διατρέξαμε το γύρο του φωτεινού ουρανού
και ανεβήκαμε με το φωτεινό κορμί στην κορυφή του Πύργου.
Αέρινα και θεία οράματα, πνεύματα αγαθά και Χρηστά
όπου ο Κύριος έχει το χρυσό του θρόνο
και από όπου τα πάντα βλέπει και για τα πάντα μεριμνά.

Τα μάτια μου δεν άντεξαν αυτή την ομορφιά
και της ψυχής το νόθευμα μ`έριξε από ψηλά.
Πέρασα από αόρατες πόρτες και άλλους ουρανούς
ενώ το είναι μου βάραινε ακόμα πιο πολύ.

Κάποτε έφτασα στις αέρινες Πυραμίδες της Αφροδίτης
και εκεί το κακορίζικο μου
μ`έσπρωξε στης μοίρας μου το πνίξιμο και στη μεγάλη αμαρτία.

Αμέσως τότε βρέθηκα στην άμμο του βυθού και στον από κάτω κόσμο.
Εξόριστος στην ερημιά και στο σκοτάδι του κακού.
Έξω από το λαμπερό όνειρο,
μακριά από το φως
και μέσα στο πηγάδι του Σύμπαντος,
όπου ψάχνω μια ζωή
στα λασπόνερα να βρω τον άγιο δρόμο των νερών.

Αλίμονο,
πως βρέθηκα από την άκρη ουρανού
και τη σκέπη του κόσμου,
ύστερα από το θεϊκό ταξίδι σε τούτη τη θλίψη του γκρεμού?

Εγώ που είδα το θεό,
που ήρθα από το θεό
και γνώρισα στην κάθοδο τη δημιουργική ακτίνα,
σύντροφος του Δημιουργού,
δικό του γέννημα,
το ομοίωνα του,
τώρα πως συντρίβομαι κάτω από το βάρος όλου του ουρανού?

Στη γη όπου πατώ
ο μοναδικός ο νόμος μ`έριξε
να σπάσω την ορμή μου,
να ρίξω το βάρος μου
και μεσ`τη φωτιά να ελευθερώσω τη ψυχή μου,
ώστε ανάλαφρη πάλι να πετάξει
για ένα δεύτερο ταξίδι στους κόσμους του Θαυμαστού.

flox

Η ποιητική δημιουργία γράφτηκε το 1995 .

flox

Αφήστε μια απάντηση